εννέα

εννέα
και εννιά (AM ἐννέα)
άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων
νεοελλ.
1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος
2. ως ουσ. το εννέα
α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα
β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε όμοια
γ) οτιδήποτε έχει πάνω του ή ως χαρακτηριστικό του τον αριθμό εννέα (δωμάτιο, τραπέζι, λαχνός, τραπουλόχαρτο κ.λπ.)
3. με θηλ. άρθρο αντί τού τακτ. ενάτη, για ώρα, χρονολογία ή ημερομηνία («στις εννιά το πρωί», «στις εννιά Μαρτίου»)
4. επίσης με ουδ. άρθρο αντί τού τακτ. ένατο, για ηλικία («περπατεί στα εννιά» — διανύει το ἔνατο έτος)
αρχ.
1. ιερός αριθμός ως τριπλάσιο τού τρία
2. (ως στρογγυλόἔπεφνεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εννέα (πρβλ. αρχ. ινδ. nava, λατ. novem, γοτθ. nium) προήλθε από *ενεFα, με προθηματικό ε- (πρβλ. αρμεν. inn) και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *newn «εννέα» (ή *1-newn, όπου με το ∂ı δηλώνεται το προθεματικό ε-). Η προέλευση τών δύο -ν- στη λέξη εννέα είναι αβέβαιη και έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Σύμφωνα με μία άποψη, τα δύο -ν- ερμηνεύονται αναλογικά προς τα δύο σύμφωνα που εμφανίζονται στα αριθμητικά επτά, οκτώ. Κατ' άλλη άποψη, εννέα < *εν-νέFα, που μετασχηματίστηκε από αρχικό τ. *ε-νέFα. Έχει διατυπωθεί επίσης και η υπόθεση ότι εννέα < *εν νέFα (πρβλ. ες τρις). Η σύνδεση τού τ. εννέα με τη λέξη νέ(F)oc εξηγείται σημασιολογικά από το γεγονός ότι ο αριθμός εννέα είναι ο πρώτος μετά το οκτώ* (δυϊκός τύπος), με τον οποίο τελειώνουν οι δύο πρώτες τετράδες. Έτσι ο αριθμός εννέα είναι η αρχή μιας νέας τετράδας. Ο τ. εννέα ως α΄ συνθετικό εμφανίζεται με μορφή εννέα-, ένα-, στην ιωνική εινα- (< ενFα-, με αντέκταση) και εννια-. Το νεοελληνικό εννιά προήλθε από μσν. εννιά, το οποίο αποτελεί προϊόν συνιζήσεως από τον αρχ. τ. εννέα.
ΠΑΡ. ένατος
αρχ.
είνατος, εινάκις, εινάς, εννάκις, ενακόσιοι
μσν.- νεοελλ.
εννεακόσιοί
νεοελλ.
εννιάδα, εννιάρι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό, εινα-;) αρχ. ειναετής, εινάνυχες, εινάπηχυς, ειναφώσσων (Α' συνθετικό, ενα-;) αρχ. εναετία, ενακηδέκατος
(Α' συνθετικό, εννέα-;) εννεάγραμμος, εννεαδάκτυλος, εννεάδεσμος, εννεαετηρίδα (-τηρίς Α), εννεακέφαλος, εννεάκρουνος, εννεάμηνος, εννεαπλάοιος, εννεασύλλαβος, εννεάφυλλος
αρχ.
εννεάβιβλος, εννεάβοιος, εννεάγηρα, εννεαδεκαετηρίς, εννεάκλινος, εννεακότυλος, εννεάκυκλος, εννεάλινος, εννεάμορφος, εννεάπηχυς, εννεαπνεύμων, εννεάπολις, εννεάπους, εννεάριθμος, εννεάστεγος, εννεάστερος, εννεάσφαιρος, εννεαφάρμαος, εννεάφθογγος, εννεάχειλος, εννεάχωρος
αρχ.-μσν.
εννεαγράμματον, εννεακαίδεκα
μσν.
εννεάειρμος, εννεάλογος, εννεαρχία
μσν.- νεοελλ.
εννεαετής
νεοελλ.
εννεαήμερον, εννεαμελής, εννεάμερα, εννεαπτέρυγος, εννεάχορδος, εννεάψυχος
(Α' συνθετικό, εννια-)
νεοελλ.
εννιάμερα, εννιάμηνα, εννιάπτερο, εννιάχρονος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἐννέα — Ἐννέᾱ , Ἐννέη fem nom/voc/acc dual Ἐννέᾱ , Ἐννέη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννέα — nine indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννεά — ἐνεός dumb neut nom/voc/acc pl ἐννεά̱ , ἐνεός dumb fem nom/voc/acc dual ἐννεά̱ , ἐνεός dumb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐννεάς body of nine fem voc sg ἐννεός dumb neut nom/voc/acc pl ἐννεά̱ , ἐννεός dumb fem nom/voc/acc dual ἐννεά̱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εννεα- — α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β συνθετ. επαναλαμβάνεται ή υπάρχει εννέα φορές («εννεασύλλαβος στίχος», «εννεακέφαλο τέρας», «εννεάμηνη υπηρεσία», «εννεάκρουνη βρύση» κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • εννέα, εννεάγωνο, εννεακόσια, εννεάμηνος, εννεαπλασιάζω, εννεαπλάσιος — εννέα βλ. εννιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐννεάς — ἐννεά̱ς , ἐνεός dumb fem acc pl ἐννεάς body of nine fem nom sg ἐννεά̱ς , ἐννεός dumb fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννεάσας — ἐννεά̱σᾱς , ἐννεάζω spend one s youth in fut part act fem acc pl (doric) ἐννεά̱σᾱς , ἐννεάζω spend one s youth in fut part act fem gen sg (doric) ἐννεάσᾱς , ἐννεάζω spend one s youth in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννέ' — ἐννέα , ἐννέα nine indeclform (numeral) ἐννέο , ἐννέω swim in pres imperat mp 2nd sg (epic ionic) ἐννέαι , ἐννέω swim in pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐννέο , ἐννέω swim in imperf ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐννέας — Ἐννέᾱς , Ἐννέη fem acc pl Ἐννέᾱς , Ἐννέη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννέας — ἐννέᾱς , ἐν νεάω plough up pres ind act 2nd sg (attic) ἐννέᾱς , ἐν νεάω plough up imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”